- βαλαντώνω
- βαλαντώνω, βαλάντωσα, βαλαντωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… … Dictionary of Greek
βαλαντώνω — ωσα, βαλαντωμένος 1. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά: Βαλάντωσε από το πολύ κλάμα. 2. στενοχωρώ, εξαντλώ κάποιον: Με βαλάντωσε ο έρωτάς μου για τη Μαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλάντωμα — το [βαλαντώνω] 1. υπερβολική κούραση, εξάντληση 2. η μεγάλη στενοχώρια … Dictionary of Greek